- συζητήσιμος
- η , ο[ν]1) спорный, дискуссионный; 2) заслуживающий обсуждения, могущий быть предметом обсуждения; стоящий (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συζητήσιμος — η, ο, Ν 1. αυτός που μπορεί ή αξίζει να συζητηθεί, αυτός που είναι δεκτικός συζήτησης, εξέτασης («η πρόταση είναι συζητήσιμη») 2. αυτός που η αξία του είναι αμφίβολη, αμφισβητούμένος («η χρησιμότητα τών διαπραγματεύσεων είναι συζητήσιμη»).… … Dictionary of Greek
συζητήσιμος — η, ο αυτός που επιδέχεται συζήτηση: Οι προτάσεις που υπέβαλε δεν είναι συζητήσιμες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θετικός — ή, ό (ΑΜ θετικός, ή, όν) 1. βεβαιωτικός, καταφατικός («θετική απάντηση») 2. το ουδ. ως ουσ. το θετικό(ν) ο πρώτος βαθμός τών επιθέτων και τών επιρρημάτων από τον οποίο σχηματίζονται ο συγκριτικός και ο υπερθετικός 3. φρ. γραμμ. «θετικός βαθμός»… … Dictionary of Greek
μάχιμος — η, ο (ΑM μάχιμος, ον και μάχιμος, η, ον) 1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.) 2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη … Dictionary of Greek